- μέλι
- Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται από 50-90% νερό, 10-50% σάκχαρα (κυρίως σουκρόζη) και 1-4% αρωματικές ουσίες, χρωστικές και μεταλλικά στοιχεία. Για τη μετατροπή του νέκταρ σε μ., οι μέλισσες μειώνουν την περιεχόμενη υγρασία του σε 14-19% και προσθέτουν δύο ένζυμα που οι ίδιες παράγουν: το ένα είναι η ιμβερτάση, η οποία μετατρέπει την σουκρόζη σε φρουκτόζη και δεξτρόζη (D-γλυκόζη) και το άλλο είναι η οξειδάση της γλυκόζης, η οποία διασπά τη D-γλυκόζη σε γλυκονικό οξύ και υπεροξείδιο του υδρογόνου. Το δεύτερο ένζυμο ενεργοποιείται μόνο όταν το μ. αραιωθεί (για παράδειγμα, όταν ταΐζεται στις προνύμφες των μελισσών) και ο ρόλος του είναι να προστατεύει το μ. από βακτηριακές μολύνσεις, εξαιτίας της δράσης του υπεροξειδίου του υδρογόνου. Το γλυκονικό οξύ με τη σειρά του προσδίδει στο μ. ένα αρκετά χαμηλό πε-χα (3,5-4,0). Ένα άλλο ένζυμο που έχει βρεθεί στο μέλι, και του οποίου η προέλευση θεωρείται ότι είναι το νέκταρ, είναι η καταλάση, η οποία διασπά το υπεροξείδιο του υδρογόνου και επομένως μειώνει την αντιμικροβιακή δράση του μ. Το μ. εναποθέτεται στα κελιά των κηρήθρων, τα οποία και σφραγίζονται από τις μέλισσες με ένα λεπτό κάλυμμα από κερί όταν γεμίσουν.
Στην ποιότητα του μ. επιδρούν πολύ τα είδη των φυτών που επισκέπτονται οι μέλισσες· εξαιρετικό μ. δίνουν τα χειλανθή (θυμάρι, λεβάντα, δεντρολίβανο), η φιλύρα (τίλιο), η πορτοκαλιά και η ροβίνια. Αντίθετα, μέτριο μ. δίνουν τα σταυρανθή, ενώ μερικά φυτά, όπως η αζαλέα η ποντική και οι υοσκύαμοι, φαίνεται ότι δίνουν μ., αν όχι τελείως δηλητηριώδες, τουλάχιστον ύποπτο. Στην Ελλάδα καλύτερο μ. θεωρείται το θυμαρίσιο, ενώ κατώτερης ποιότητας θεωρούνται το μ. του πεύκου, του ρεικιού και του ελάτου.
Το μ. έχει απεριόριστες χρήσεις στην ανθρώπινη διατροφή, στην παρασκευή ζαχαρωτών και στη ζαχαροπλαστική· ανακατεμένο με νερό, ζυμωμένο και αρωματισμένο με άνθη τίλιου ή δεντρολίβανου, δίνει το υδρόμελι (ή κρασί του μ.), ποτό που σε μερικές χώρες αντικαθιστά το κρασί και την μπίρα. Στη φαρμακοποιία, χρησιμοποιείται ως γλυκαντικό στα φάρμακα, λόγω της υψηλής του περιεκτικότητας σε φρουκτόζη, η οποία είναι το πιο γλυκό απ’ όλα τα σάκχαρα. Στην αρχαία Αίγυπτο, το μ. χρησιμοποιούταν ως κάλυμμα πληγών, όχι μόνο γιατί είναι αφιλόξενο για τα βακτήρια λόγω της υψηλής του οσμωτικής πίεσης, αλλά και επειδή δημιουργεί ένα φυσικό φράγμα που παρεμποδίζει την είσοδο των μικροοργανισμών.
* * *(I)το (ΑM μέλι)1. υγρή ιξώδης τροφή με γλυκιά γεύση και σκοτεινόχρυσο χρώμα που παράγεται στον πρόλοβο διαφόρων μελισσών από το νέκταρ τών ανθέων2. μτφ. καθετί το οποίο είναι πάρα πολύ ευχάριστο («τά κρίματα κυρίου... γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι», ΠΔ)3. μτφ. χαρακτηρισμός ευχάριστης ομιλίας, ευφράδειας ή ευγλωττίας (α. «θαρρείς μέλι στάζει το στόμα του» β. «τα χείλη του μέλι κυματούν», Ερωτόκρ.γ. «Σοφοκλέους τοῡ μέλιτι κεχριμένου», Αριστοφ.)νεοελλ.1. συνεκδ. (για φρούτο) πολύ γλυκό (α. «σύκο μέλι» β. «σταφύλια μέλια»)2. φρ. α) «όλα μέλι γάλα» — λέγεται σε περιπτώσεις συμφιλίωσης μετά από προηγούμενο διαπληκτισμό ή έχθραβ) «ποτίζω κάποιον το μέλι και το γάλα» — γίνομαι πηγή ευτυχίας για κάποιονγ) «ταξίδι τού μέλιτος» — το ταξίδι τών νεονύμφων αμέσως μετά τον γάμο τους3. παροιμ. α) «νά 'καναν όλες οι μέλισσες μέλι, θά 'τρωγαν κι οι γύφτοι με τα κουτάλια» [ή «με τα χρυσά πιρούνια»] ή «αν 'κάναν κι οι μπουμπούροι μέλι, θα τρώγανε κι οι κατσιβέλοι» ή «νά 'καναν κι οι μύγες μέλι, τρεις οκάδες στον παρά» — καθετί το εκλεκτό λίγοι τό δημιουργούν και λίγοι τό απολαμβάνουνβ) «αγάλι' αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι» — λέγεται στις περιπτώσεις που καθετί μπορεί να πραγματοποιηθεί με υπομονή και μετά από χρόνονεοελλ.-μσν.φρ. «ρέει μέλι και γάλα» — λέγεται για τους τόπους που είναι πολύ πλούσιοι και εύφοροιαρχ.1. (στην Αίγυπτο) γλυκιά ύλη που παράγεται από το βράσιμο τών καρπών φοινικιάς2. γλυκό κόμμι που συλλέγεται από ορισμένα δέντρα3. (κατά το λεξ. Σούδα) «μέλιτος μυελός, ἐπὶ τῶν ἄγαν ἡδέων»4. παροιμ. «μήτε μοι μέλι, μήτε μέλισσα» — ας μού λείπει κι αυτός και το καλό του.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέλι, -ιτος ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *meli-t «μέλι» και αντιστοιχεί ακριβώς σε χεττιτ. milit=melitσυνδέεται επίσης με γοτθ. milip, αλβ. mjalte, αρχ. ιρλδ. mil και αρμ. melr, melu, τού οποίου η γενική είναι επηρεασμένη από το θ. σε -u τού άλλου ΙΕ προσηγορικού με σημ. «μέλι» *medhu (πρβλ. λ. μέθυ). Το λατ. mel, mellis, αντίθετα, εξαιτίας τού διπλού -l- τής γενικής έχει αναχθεί μάλλον σε ρίζα *meln- (πρβλ. μείλιχος). Ο τ. μέλι μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή meri, καθώς και στα παράγωγα meritijo, meriteu. Η λ. συνδέεται, τέλος, με το ρ. βλίττω* και εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια Μελίτων, Μελιτώ, Μελιτίνη (βλ. και λ. μέλισσα).ΠΑΡ. Μέλισσα, μελιτώδης, μελιχρόςαρχ.μελίδειον, μελίτεια, μελίτειον, μελιτηρός, μελιτισμός, μελιτίτης, μελιτόν, μελιτώαρχ.-μσν.μελίτινος, μελιτόειςνεοελλ.μελάς, μελάτος, μελένιος, μελής.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μελιγηθής, μελίθρεπτος, μελίλωτο, μελίπηκτο, μελίρρυτος, μελισταγής, μελίφθογγος, μελιφόρος, μελίχρους, μελίχρυσοςαρχ.μελιανθής, μελιβόας, μελίβρομος, μελίγδουπος, μελιγενέτωρ, μελίγηρυς, μελίγληνος, μελίγλωσσος, μελίεφθος, μελίζωμον, μελίζωρος, μελιηδής, μελίθροος, μελίκηρος, μελίκομπος, μελικράς, μελιουργός, μελιούχος, μελίπαις, μελιπήκτης, μελίπνοος, μελιπτέρωτος, μελίπτορθος, μελιρραθάμιγξ, μελίρροθος, μελίρροος, μελίσπονδα, μελιτερπής, μελιτοειδής, μελιτοποιός, μελιτοπώλης, μελίφθεγκτος, μελίφρων, μελίφυρτος, μελίφωνος, μελίχλωροςαρχ.-μσν.μελίκρατος, μελίμηλον, μελίστακτος, μελιτουργώμσν.μελιγράφος, μελιτόβρυτος, μελιτοτρόφοςμσν.- νεοελλ.μελιτογόνοςνεοελλ.μελικηρίδιο, μελιστάλαχτος, μελιτοεξαγωγεύς, μελιτοεξαγωγή, μελιτόφιλος, μελιφάγος, μελίχρωμος, μελομακάρονο, μελόπιτ(τ)α. (Β' συνθετικό) ροδόμελι, υδρόμελιαρχ.αερόμελι, απόμελι, αρτόμελι, δροσόμελι, ελαιόμελι, ευκρατόμελι, ηδύμελι, θαλασσόμελι, κηρόμελι, κυδωνόμελι, μηλόμελι, οινόμελι, ομφακόμελι, οξύμελι, ορρόμελι, τηλόμελι, φακόμελι, χιονόμελινεοελλ.αγριόμελι, μαστιχόμελο].————————(II)μέλι, τὸ (Μ)μέλος τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Από τον πληθ. τού μέλος/ μέλη, νέος ενικός μεταπλασμένος κατά τα ουδ. σε -ι-].
Dictionary of Greek. 2013.